- αγγλικανός
- -ή, -όχριστιανός που ακολουθεί το δόγμα της Aγγλικανικής Eκκλησίας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Αγγλικανός — ή Διαμαρτυρόμενος που ανήκει στο δόγμα τής Αγγλικανικής Εκκλησίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. Anglican] … Dictionary of Greek
αγγλικανικός — ή, ό [Αγγλικανός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Αγγλικανική Εκκλησία … Dictionary of Greek
αγγλικανισμός — Η επίσημη θρησκεία της Μεγάλης Βρετανίας από το 1534, οπότε o Ερρίκος H’ την απέσπασε από τον καθολικισμό. Αρχικά αγγλικανικές ονομάστηκαν οι δύο εκκλησιαστικές περιφέρειες του Καντέρμπερι και του Γιορκ. Μετά το Σχίσμα η ονομασία δόθηκε σε… … Dictionary of Greek
Μπελ, Άντριου — (Andrew Bell, Σεντ Άντριους 1753 – Τσέλτενχαμ 1832). Αγγλικανός πάστορας. Διεύθυνε στο Έγκμορ, κοντά στο Μαντράς, ένα σχολείο για τα παιδιά των εκεί Άγγλων στρατιωτών, χρησιμοποιώντας την αλληλοδιδακτική μέθοδο. Μαζί με τον σύγχρονο του κουάκερο… … Dictionary of Greek